- αδιασταύρωτος
- -η, -ο1. αυτός που δε διασταυρώνεται, ασυνάντητος: Μετά το τριακοστό χιλιόμετρο ο δρόμος είναι αδιασταύρωτος.2. ανεξακρίβωτος: Η πληροφορία μένει ακόμη αδιασταύρωτη.3. (για ζώα ή φυτά που ανήκουν σε διάφορα είδη) αυτός που δεν αναμείχθηκε με άλλον για να δημιουργηθεί νέο είδος: Αρκετά είδη φυτών και ζώων μένουν ακόμη αδιασταύρωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.